- μαραγκιάζω
- μαραγκιάζω, μαράγκιασα, μαραγκιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαραγκιάζω — μαράγκιασα, μαραγκιασμένος 1. μαραίνομαι, ξεραίνομαι: Αφήσαμε τα φρούτα έξω από το ψυγείο και μαράγκιασαν. 2. μτφ., γερνώ, χάνω τη φρεσκάδα μου: Μαράγκιασε από τα βάσανα. 3. μτβ., μαραίνω κάτι: Το κρύο μαράγκιασε τα λουλούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… … Dictionary of Greek